Σαν το εξώφυλλο βιβλίου
γδαρμένο από χίλια χέρια,
ακάλυπτη.
Σαν τις σημαίες στα καράβια
κομματιασμένες από προορισμούς,
από ανέμους, από αλμύρα, από θάλασσα,
εκτεθειμένη.
Σαν το εξώφυλλο βιβλίου
γδαρμένο από χίλια χέρια,
ακάλυπτη.
Σαν τις σημαίες στα καράβια
κομματιασμένες από προορισμούς,
από ανέμους, από αλμύρα, από θάλασσα,
εκτεθειμένη.
Σε περίμενα….
Από καιρό
Χωρίς φόβο
Με ευσέβεια, θα έλεγα
Με καρτερικότητα
Για να με απαλλάξεις
από της ζωής
τις ατέλειες.
Χθες ήμουν και κάπως ταραγμένη
σχεδόν επιρρεπής σε ιστορίες του συρμού
με ένα τσακ να σηκωθώ να γράψω ιστορία
λόγια μακρόσυρτα μ’ επιφωνήματα και κάτι
σύμφωνα σφιχτά σαν την αγκάλη του την ώρα
του θεριού
Έδωσα χρόνο σε
αποχαιρετισμούς
Γονείς έθαψα
Αδέλφια άφησα
Έρωτες σκότωσα
Νύχτες υγρές σε δρόμους
Σε μια στιγμή πέρασα απέναντι.
Απ την ελευθερία στο κλουβί.
Από τον έρωτα στο τίποτε.
Από το εσένα στο μαζί.
Θα ‘μαστε πια μαζί,
μέσα μου θα σε σέρνω.
Όπως ακριβώς σου το λέω:
Στέκεται αντίκρυ στο τρένο
με τα πόδια ανοιχτά
καταμεσίς στον κάμπο.
Δεν θυμάμαι πότε ήταν η πρώτη φορά
που στα σπλάχνα της μπήκα.
Είχε τον καθρέπτη από μέσα
αντανακλώντας σκοτάδι.
Έκλεινε με υπόκωφο θόρυβο.
Μάτια γεμάτα πρόσωπα και φόβο.
Παλτό κρεμασμένο.
Σφηνώνει στην μύτη κόκκους ναφθαλίνης και θυμό.